κουμπούρα — κουμπούρα, η και κουμπούρι, το 1. πιστόλι, περίστροφο. 2. φρ., «Eίναι κουμπούρας», είναι αργόστροφος και αμόρφωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπουριά — η [κουμπούρα] 1. πυροβολισμός με κουμπούρα, πιστολιά 2. τραυματισμός ατόμου με κουμπούρα («έφαγε μια κουμπουριά στο στήθος») … Dictionary of Greek
κουμπουριάζω — πυροβολώ με κουμπούρα, πιστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουμπούρα ή κουμπούρι] … Dictionary of Greek
κουμπουριάζω — κουμπούριασα, κουμπουριάστηκα, κουμπουριασμένος, πυροβολώ με κουμπούρα, σκοτώνω κάποιον με κουμπούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπούρας — ο [κουμπούρα] 1. αμόρφωτος και καθυστερημένος άνθρωπος 2. κακός μαθητής … Dictionary of Greek
κουμπούρι — το 1. (στο παρελθόν) περιστήθιο ένδυμα με πολλά κουμπιά 2. φαρέτρα 3. κουμπούρα, περίστροφο, πιστόλι («σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια», Πολίτ.) 4. στον πληθ. τα κουμπούρια μτφ. οι μαστοί, τα βυζιά («Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου με… … Dictionary of Greek
κουμπουριά — η πυροβολισμός με κουμπούρα: Τον σκότωσε με μια κουμπουριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπούρι — το βλ. κουμπούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)